- παρετυμολογώ
- -έω, ΝΑνεοελλ.κάνω παρετυμολογία, ερμηνεύω εσφαλμένα την προέλευση και την αρχική μορφή και σημασία μιας λέξηςαρχ.αναφέρομαι στην ετυμολογία μιας λέξης («παρετυμολογεῑ τὸν πόκον οὐ κακῶς», Σχόλ. Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.